ανασυμπίεση

ανασυμπίεση
η
1. η εκ νέου συμπίεση
2. φρ. «θάλαμος ανασυμπιέσεως»
ιατρ. ειδικός θάλαμος όπου δημιουργείται περιβάλλον υψηλής πίεσης για ανακούφιση ασθενών από συμπτώματα νόσων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”